- μυτακισμός
- μῡτᾰκισμός, ὁ,A fondness for the letter μῦ, Diom.p.453 K., Donat. p.393 K., Serv. in eund.p.445 K., Mart. Cap.5.514, Gloss., etc. (moet-, moyt-, mot-, myot-, etc., codd.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυτακισμός — μυτακισμός, ὁ (ΑΜ) 1. η συχνή χρήση τού γράμματος μυ 2. (στη λατ. γλώσσα η προφορά τού τελικού m πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν. [ΕΤΥΜΟΛ. τ. σχηματισμένος από το γράμμα μῦ (βλ. λ. μυ [Ι]), κατά το ἰωτακίζω] … Dictionary of Greek